μια εκπληκτική ανάρτηση από το βυτίο !
Θα έπρεπε να είμαστε μόνο ένα τραγούδι. Να μπορούμε να περιγράψουμε τους εαυτούς, σαν μια σειρά από νότες. Γεια σας. Χαίρεται. Το όνομά σας; Σκοπός γάμου. Και με τι ασχολείστε; Οι χειμερινοί κολυμβητές. Θα έπρεπε να μπορούμε να συνεννοηθούμε με ένα τραγούδι σαν κι αυτό. Μελαγχολικό και ημιχαρούμενο. Πλήρως αντιφατικό. Γλέντια γάμου με φυσαρμόνικες και άλλα μοναχικά πνευστά. Γύρω από ένα τεράστιο τραπέζι, σαν μια σκηνή που είδαμε στον κινηματογράφο εφτά χιλιάδες φορές και να την έχει σκηνοθετήσει ο Φατίχ Ακίν και να παίζει ένας σκοπός γάμου ακριβώς τέτοιος. Βαθιά, κοφτά και τα λοιπά.
Το πρωί, οδηγώντας ακούω μια κοινωνική λειτουργό να λέει σε ραδιοφωνικό σταθμό για μια μετανάστρια, η οποία γέννησε, αλλά δεν είχε να πληρώσει το νοσοκομείο. Το νοσοκομείο της έδωσε εξιτήριο αλλά κράτησε το μωρό. Της είπαν ότι μόλις ξεπληρώσει το λογαριασμό, τότε θα της επιτρέψουν να πάρει το παιδί. Η κοινωνική λειτουργός σημειώνει ότι αυτή είναι πάγια τακτική του συγκεκριμένου μαιευτηρίου. Πάρκαρα για πέντε λεπτά να πάω σε μια δουλειά και γυρνώντας βρήκα πιασμένο στον υαλοκαθαριστήρα ένα απ’ αυτά τα γνωστά πια κίτρινα χαρτάκια. ΑΓΟΡΑΖΩ ΧΡΥΣΟ – ΕΝΕΧΥΡΟΔΑΝΕΙΣΤΗΡΙΟ – ή αφήστε το μωρό σας μέχρι να βρείτε χρήματα. Καριόλες.
Λες και έσκασε χειροβομβίδα μέσα στο στομάχι σου, έρχεται μια στιγμή που δεν το αντέχεις το κίτρινο χαρτάκι αφημένο στο παρμπρίζ. Δεν μπορείς να το βλέπεις, δεν γουστάρεις, σου γυρίζει το μάτι ανάποδα.
* «Να συλλάβεις μία σκέψη, μία και μοναδική σκέψη – που θα έκανε όμως το σύμπαν κομμάτια»
Ε. Σιοράν *
Τη μέρα της απεργίας, περπατάμε με μια φίλη στην Πανεπιστημίου. Βλέπουμε μια διμοιρία, η οποία στέκεται αμίλητη, βαρεμένη, εκνευριστική με τις πλάτες στο κτίριο. Ακριβώς μπροστά τους, στο κάγκελο του αβραμόπουλου, πατέρας κάθεται οκλαδόν, κρατώντας στο ένα χέρι το παιδί του και στο άλλο ένα πλαστικό ποτήρι. Καθώς προχωράμε, ένας απ’ τη διμοιρία βγαίνει απ’ τη σειρά, πλησιάζει τον άνθρωπο και ρίχνει ένα κέρμα στο ποτήρι. Ύστερα επιστρέφει στη θέση του. Επειδή είμαι τέτοιος που είμαι, αυτό που προσέχω δεν είναι ότι – όπως είπε η φίλη – είχε κατεβασμένο το κεφάλι ή ότι ήταν πιτσιρικάς με κόκκινα επαρχιώτικα μάγουλα. Αντιθέτως, το μυαλό μου κολλάει σ’ αυτό το «επιστρέφει στη θέση του». Παρακαλώ μην κάνετε γενικεύσεις. Σε όλους τους κλάδους υπάρχουν καλοί και κακοί. Σήμερα λέω, φταίνε τα κίτρινα χαρτάκια. Βλέπω στολές και είμαι ξανά 15 χρονών και 12 και κατεβαίνω βράδια στο κέντρο να μάθω γερμανικά και το μόνο που βλέπω τις νύχτες στην Ακαδημίας είναι κάτι δάχτυλα στις σκανδάλες. Είμαι 20 και 25 και βλέπω τις ίδιες άθλιες στολές να κάνουν ελέγχους στην Πατησίων. Και βλέπω κατεβασμένα βρακιά στη μέση του δρόμου και άδεια βλέμματα περαστικών.
Όλα αυτά και ακόμη μερικά, μαζεμένα πίσω απ’ το μάτι σου. Σαν επίμονη ημικρανία.
Πίνεις μα ούτε αυτό βοηθάει, γιατί είναι ένα σωρό κόσμος που δεν μπορεί να καταλάβει (και δε φταίει γι’ αυτό), ότι κάθε σου βήμα σήμερα είναι ένας γολγοθάς. Κάθε λέξη βγαίνει με χίλια ζόρια και σκαλώνει με αγκίστρια στην άκρη της γλώσσας. Την ώρα εκείνη ή έστω μια δυο μέρες μετά, τότε που ο κόσμος μοιάζει μόνο εχθρικός και τίποτα άλλο, βλέπεις εκείνη που κάποτε ήθελες, δηλαδή που κάποτε ήθελες πολύ, και μοιάζει πιο ξένη από ποτέ. Μοιάζει να μην υπάρχει ελάχιστη κοινή γλώσσα. Πώς να υπάρχει δηλαδή, όταν εσύ θες απόψε να περιγράψεις τον εαυτό σου, το σύμπαν και ότι άλλο υπάρχει τριγύρω με ένα σκέτο τραγούδι. Θέλεις να είσαι μόνο ένα κομμάτι που παίζουν οι χειμερινοί κολυμβητές. Μόνο που αυτή, αυτή που κάποτε ήθελες δεν ξέρει καν το τραγούδι κι απορείς πώς να της εξηγήσεις αυτή τη θεμελιώδη αντίφαση της ταυτόχρονης οργής και αγάπης, λύσσας και παραίτησης, όταν αυτή δεν έχει στ’ αυτιά της το σκοπό γάμου.
Όταν αυτή, το κομμάτι του κόσμου δηλαδή που κάποτε θέλησες να δικαιώσεις, σου απευθύνει τυπικούς χαιρετισμούς.
Ξημερώματα, λοιπόν, μπαίνεις στο αμάξι και βιάζεσαι να βάλεις το τραγούδι. Με την άκρη του ματιού σου πιάνεις άλλο ένα κίτρινο χαρτάκι ακριβώς τη στιγμή που το πόδι βαραίνει. Θέλεις να πιάσεις 150 χλμ στη Συγγρού χωρίς να φοράς ζώνη. Μια κακόγουστη και εντελώς υποκριτική παράσταση στήνεται μόνο για τον εαυτό σου. Οδηγώντας όμως, περνάς δίπλα από τη στάση και βλέπεις μια γυναίκα γύρω στα πενήντα, η οποία μοιάζει να περιμένει το λεωφορείο για να πάει στη δουλειά. Στις έξι το πρωί, η εικόνα αυτής της γυναίκας, σε επαναφέρει στην πραγματικότητα, σαρώνει τις υπερβολές και υπαινίσσεται διάφορα, εντελώς πικρά. Ύστερα, στρίβοντας, ένα κορίτσι με παλτό και ψηλά τακούνια βγαίνει απ’ το μπουζουκομάγαζο και περιμένει να της φέρουν το αμάξι.
Γι’ αυτό σου λέω, θα έπρεπε να είμαστε μόνο ένα τραγούδι. Να μπορούμε να περιγράψουμε τους εαυτούς, σαν μια σειρά από νότες. Γεια σας. Χαίρεται. Το όνομά σας; Σκοπός γάμου. Και με τι ασχολείστε; Οι χειμερινοί κολυμβητές. Θα έπρεπε να μπορούμε να συνεννοηθούμε με ένα τραγούδι σαν κι αυτό. Θα έπρεπε να μπορούμε να σωθούμε με ένα τραγούδι σαν κι αυτό. Θα έπρεπε όλα τα κίτρινα χαρτάκια αυτού του κόσμου να διαλύονται αυτομάτως, στο πρώτο φύσημα, στην πρώτη νότα. Αλλά ούτε συνεννοούμαστε, ούτε σωζόμαστε, ούτε διαλύονται. Ακριβώς όπως το συγκεκριμένο κομμάτι, τρώμε στα μούτρα αυτή την αντίφαση αδιάκοπα. Μισό ποτήρι πίκρα, μισό αγάπη.